Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άστεπτος — ἄστεπτος, ον (Α) [στέφω] 1. αυτός που δεν έχει στεφθεί 2. εκείνος στον οποίο δεν έχει προσφερθεί στεφάνι … Dictionary of Greek
ἄστεπτος — uncrowned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)