άστεπτος

άστεπτος
ος , ον
1) см. αστεφάνωτος; 2) некоронованный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άστεπτος" в других словарях:

  • άστεπτος — ἄστεπτος, ον (Α) [στέφω] 1. αυτός που δεν έχει στεφθεί 2. εκείνος στον οποίο δεν έχει προσφερθεί στεφάνι …   Dictionary of Greek

  • ἄστεπτος — uncrowned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»